Η διαμεσολάβηση έχει πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα:
α) Η λύση της διαφοράς διαμορφώνεται απο τα μέρη.
Στόχος είναι η αμοιβαία ικανοποίηση και ο αποδεκτός συμβιβασμός κι όχι μια αναγκαστική απόφαση απο κάποιον τρίτο (δηλ. του δικαστή). Η απόφαση του δικαστή συχνά δεν ικανοποιεί ακόμα κι αυτόν που κερδίζει τη δίκη. Απο αυτή τη συχνή πραγματικότητα της δίκης πηγάζουν οι εφέσεις.
β) ταχεία επίλυση της διαφοράς.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης δίνει την δυνατότητα ταχείας επίλυσης της διαφοράς εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, πολύ μικρότερου από αυτού που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο.
γ) εξοικονόμηση κόστους
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πιο συμφέρουσα οικονομικά από ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα που μπορεί να αποβεί πολυδάπανος, καθώς το κόστος αυτής είναι ελεγχόμενο, γιατί συμφωνείται εκ των προτέρων με το διαμεσολαβητή και βαρύνει και τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές κατ’ ισομοιρία.
δ) απόρρητο της διαδικασίας
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας, που δεν επιτρέπει να δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα μέρη και τη διαφορά που τους απασχολεί. Πριν την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται με καθένα από τα μέρη ξεχωριστά και τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επίλυση της διαφοράς, που διαφυλάσσει τα μέρη από αρνητική δημοσιότητα και παράλληλα τα διευκολύνει να διατηρήσουν καλό κλίμα μεταξύ τους.
ε) Το Πρακτικό επιτυχούς διαμεσολάβησης καταργεί την δίκη και αποτελεί εκτελεστή απόφαση, δηλαδή δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον ενέργεια μέσω δικαστηρίου για να εκτελεστεί.